- προστυχεύω
- και προστυχαίνω Ν [πρόστυχος]1. μτφ. α) καθιστώ κάτι πρόστυχο, εκχυδαΐζωβ) χαλώ την ποιότητα ενός πράγματος («τον τελευταίο καιρό άρχισε να προστυχαίνει τα πράγματά του»)2. (αμτβ.) α) γίνομαι πρόστυχοςβ) (για ποιότητα) χειροτερεύω.
Dictionary of Greek. 2013.