προστυχεύω

προστυχεύω
και προστυχαίνω Ν [πρόστυχος]
1. μτφ. α) καθιστώ κάτι πρόστυχο, εκχυδαΐζω
β) χαλώ την ποιότητα ενός πράγματος («τον τελευταίο καιρό άρχισε να προστυχαίνει τα πράγματά του»)
2. (αμτβ.) α) γίνομαι πρόστυχος
β) (για ποιότητα) χειροτερεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προστύχεμα — το, Ν [προστυχεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προστυχεύω …   Dictionary of Greek

  • προστυχαίνω — Ν βλ. προστυχεύω …   Dictionary of Greek

  • προστυχαίνω — και προστυχεύω προστύχεψα 1. μτβ., κάνω κάτι πρόστυχο, χαλνώ την ποιότητά του: Άρχισαν να τα προστυχαίνουν τα εντομοκτόνα. 2. αμτβ., γίνομαι πρόστυχος, χειρότερος σε ποιότητα: Προστύχεψε ο κόσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”